Ένα θέμα που δεν περνάει απαρατήρητο είναι η σαφώς υψηλότερη τιμή του ελαιολάδου σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες βρώσιμες λιπαρές ουσίες, το οποίο έχει τις απλές και λογικές εξηγήσεις του.

Το ελαιόδενδρο, πολυετές και όχι μονοετές φυτό, δεσμεύει μέρος της αγροτικής γης και των προσδοκιών του καλλιεργητή για πολλά χρόνια.

Η καρποφορία του ελαιοδένδρου ξεκινά στα 3 ως 5 έτη από τη φύτευσή του.

Η απόδοση των ελαιοδένδρων ποικίλει από χρονιά σε χρονιά. Σε γενικές γραμμές τα ελαιόδενδρα καρποφορούν κάθε δεύτερο χρόνο ή καρποφορούν περισσότερο τον ένα χρόνο και λιγότερο τον επόμενο.

Ενώ οι υπόλοιπες φυτικές λιπαρές ουσίες είναι δυνατόν να καλλιεργούνται σε μονοετείς καλλιέργειες με μηχανικά μέσα και να συλλέγονται επίσης με μηχανικά μέσα, σε μεγάλες ποσότητες ημερησίως μάλιστα, αντίθετα το ελαιόδενδρο καλλιεργείται δύσκολα και όχι πάντα σε εύκολης πρόσβασης και βατούς τόπους, ενώ ο καρπός του συλλέγεται ακόμη πιο δύσκολα και σε ποσότητες αναλογικά απολύτως περιορισμένες.

Με εξαίρεση κάποιες πεδινές φυτείες μεγάλων εκτάσεων, που έχουν ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια εντατικές πυκνές και υπέρπυκνες φυτεύσεις, στις οποίες όλες οι καλλιεργητικές εργασίες – και το κλάδεμα και η συλλογή ακόμη – γίνονται αποκλειστικά με μηχανικά μέσα και τα αντικειμενικά συμπεράσματα για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια θα εξαχθούν εκ του ασφαλούς στο μέλλον όσον αφορά τα οικονομικά ζητήματα και την παραγωγή (ποσοτική και οπωσδήποτε ποιοτική), σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το ελαιόδενδρο μοιάζει σαν να δόθηκε από τη φύση στον άνθρωπο για να δοκιμάζει τα όριά του.

Ενώ οι υπόλοιπες λιπαρές ουσίες παράγονται σχεδόν σε έναν κύκλο λίγων μηνών, το ελαιόλαδο παράγεται σε έναν κύκλο πλήρους ημερολογιακού έτους, κάποιες φορές μάλιστα αυτό το ελάχιστο διάστημα γίνεται διετία (ή και τριετία κάποιες φορές).

Το κόστος καλλιέργειας μετριέται εκφρασμένο σε πολύ κόπο, πολύ χρόνο και αρκετό χρήμα για την προετοιμασία, τον εμπλουτισμό του εδάφους όπου φύονται τα ελαιόδενδρα, την καταπολέμηση των ζιζανίων και των εχθρών της ελαιοκαλλιέργειας, φυτικών, ζωικών και μικροβίων, κυρίως όμως την ελαιοσυλλογή και τα απαραίτητα κλαδέματα. Και κάποιες φορές, η ελπίδα της αναμενόμενης παραγωγής αναιρείται την τελευταία στιγμή από τα στοιχεία της φύσης.

Οι παραπάνω λόγοι από μόνοι τους νομίζουμε ότι είναι υπεραρκετοί για τους οικονομολόγους ώστε να δικαιολογήσουν την υψηλή τιμή του ελαιολάδου σε σχέση με τα λοιπά φυτικά έλαια. Έχουν όμως ειλικρινά ελάχιστη αξία και σημασία μπροστά στους πραγματικούς λόγους που η τιμή του ελαιολάδου είναι υψηλότερη από αυτή των άλλων φυτικών λιπαρών ουσιών.

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες φυτικές λιπαρές ουσίες, το ελαιόλαδο παράγεται από τον ελαιόκαρπο μόνο με μηχανικές (και όχι με χημικές) μεθόδους. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που το ελαιόλαδο είναι ανώτερης ποιότητας και διατροφικής αξίας λιπαρή ουσία.

Το ελαιόλαδο περιέχει σε απολύτως αρμονικό συνδυασμό, εκτός από όλα τα άλλα ωφέλιμα αντιοξειδωτικά του στοιχεία, εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες από ακόρεστα, μονοακόρεστα και πολυακόρεστα, λιπαρά οξέα που, χωρίς καμία δόση υπερβολής, για τον ανθρώπινο οργανισμό δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τρόφιμο, αλλά ως φάρμακο.

Μάλιστα, το μονοακόρεστο λιπαρό οξύ που λέγεται ελαϊκό, αποτελεί τεράστιο μέρος (από 70% ως και 83%) του μορίου του ελαιολάδου, το οποίο ελαιόλαδο για αυτό το λόγο θερμοξειδώνεται πολύ πιο δύσκολα από τα άλλα φυτικά έλαια. Και, όσο χαμηλότερη είναι η οξύτητα του ελαιολάδου, τόσο αργότερα και δυσκολότερα διασπώνται και μετατρέπονται κατά τη χρήση τους τα ακόρεστα λιπαρά οξέα προς κεκορεσμένα. Γι’ αυτό και το ελαιόλαδο είναι η πλέον κατάλληλη λιπαρή ουσία όχι μόνο για ωμή κατανάλωση, αλλά και για όλους τους τρόπους μαγειρέματος και φυσικά για το τηγάνισμα.

Επίσης, το ελαιόλαδο με κανένα τρόπο δε μπορεί να συγκριθεί με τις ζωικές λιπαρές ουσίες. Μόνο και μόνο επειδή το ελαιόλαδο περιέχει πάρα πολλές ακόρεστες, μονοακόρεστες και πολυακόρεστες λιπαρές ουσίες, ενώ τα ζωικά λιπαρά περιέχουν μόνο κεκορεσμένες (για να μη θεωρηθούμε μικρόψυχοι, να μην αναφέρουμε απλά, αλλά να επαινέσουμε μόνο τα Ω3 λιπαρά οξέα των ιχθυρών).

Αν, λοιπόν, αποδώσει κανείς στο ελαιόλαδο την πραγματική σημασία της εξόχως υπερέχουσας διατροφικής του αξίας και αν λογαριάσει ότι σε σχέση με τις υπόλοιπες βρώσιμες λιπαρές ουσίες η παραγωγή ελαιολάδου έχει εξαιρετικά περισσότερο κόπο και απείρως περισσότερα έξοδα θα παραδεχθεί ότι το ελαιόλαδο φθάνει στο τραπέζι μας σε τιμή από σχεδόν δωρεάν ως φθηνή και σπανίως λογική.